- αμάνδριστος
- αμάνδρωτος, ος , ον1) не загнанный (в загон); 2) неогороженный (об участке земли)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμάντριστος — και αμάνδριστος, η, ο [μαντρίζω] (για ζώα και μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δεν κλείστηκε σε μάντρα 2. αυτός που δεν μπορείς να τόν μαντρίσεις, να τόν περιορίσεις … Dictionary of Greek